αστροδίαιτος

αστροδίαιτος
ος , ον
1) ведущий ночной образ жизни; 2) бездомный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αστροδίαιτος" в других словарях:

  • αστροδίαιτος — ἀστροδίαιτος, ον (Α) αυτός που ζει κάτω από τ άστρα, στο ύπαιθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + διαιτώμαι] …   Dictionary of Greek

  • ἀστροδίαιτε — ἀστροδίαιτος living under the stars masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»